οστεοσάρκωμα

οστεοσάρκωμα
(Ιατρ.). Κακοήθες νεόπλασμα του συνδετικού ιστού, το οποίο αναπτύσσεται μέσα ή από τα στοιχεία του οστού. Είναι εξαιρετικά κυτταροβριθές νεόπλασμα, και αποτελείται από στρογγυλά νεόπλαστα, από ατρακτοειδή ή πολύμορφα κύτταρα και από γιγαντοκύτταρα. Διακρίνεται στο κεντρικό ή μυελογενές o., το οποίο προέρχεται από το μυελό του οστού και αναπτύσσεται στις επιφύσεις των μακρών ή μέσα στη σπογγώδη ουσία των υπόλοιπων οστών, στο περιφερικό ή υποπεριοστικό o., που αναπτύσσεται συνήθως από τη στιβάδα του περιοστέου ή του υποπεριοστικού μυελού και καταλάμβανα τις διαφύσεις των οστών και στο περιοστικό o., το οποίο προέρχεται από την εξωτερική επιφάνεια του περιοστέου.
* * *
το
ιατρ. ο συχνότερος οστεοποιητικός κακοήθης όγκος τών οστών, με κύρια συμπτώματα πόνους, οίδημα, περιορισμό κινήσεων τών αρθρώσεων, μεγάλη συχνότητα καταγμάτων και τελικά γενική κατάπτωση τού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteosarcoma < ὀστέον / ὀστοῦν + σάρκωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οστό — το (ΑΜ όστοῡν, Α ασυναίρ. τ. ὀστέον, ποιητ. τ. ὀστεῡν, πιθ. αιολ. τ. ὄστιον) υπόλευκο και σκληρό όργανο, ένα από τα στοιχεία τού σκελετού τού ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το κόκαλο νεοελλ. φρ. α) «παίρνω σάρκα και οστά» (για ιδέα, προσπάθεια ή… …   Dictionary of Greek

  • Πάτζετ, νόσος του- — (Ιατρ.). Δυο είναι τα γνωστά με αυτό το όνομα νοσήματα. Το ένα προσβάλλει αποκλειστικά τους μαστούς γυναικών άνω των 40 ετών με χαρακτήρα προκαρκινωματικής βλάβης (σπάνιο στον άντρα). Αρχίζει σαν μια χρόνια εκζεματική αλλοίωση της άλω της θηλής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”